ναυμάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυμάχος οι ναυμάχοι
      γενική του ναυμάχου των ναυμάχων
    αιτιατική τον ναυμάχο τους ναυμάχους
     κλητική ναυμάχε ναυμάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυμάχος < ελληνιστική κοινή ναυμάχος < αρχαία ελληνική ναῦς + μάχη

Προφορά

ΔΦΑ : /navˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυμάχος

Ουσιαστικό

ναυμάχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.