αναυτολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναυτολόγητος η αναυτολόγητη το αναυτολόγητο
      γενική του αναυτολόγητου της αναυτολόγητης του αναυτολόγητου
    αιτιατική τον αναυτολόγητο την αναυτολόγητη το αναυτολόγητο
     κλητική αναυτολόγητε αναυτολόγητη αναυτολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναυτολόγητοι οι αναυτολόγητες τα αναυτολόγητα
      γενική των αναυτολόγητων των αναυτολόγητων των αναυτολόγητων
    αιτιατική τους αναυτολόγητους τις αναυτολόγητες τα αναυτολόγητα
     κλητική αναυτολόγητοι αναυτολόγητες αναυτολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναυτολόγητος < α- + ναυτολογώ + -τος

Επίθετο

αναυτολόγητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.