ναυτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυτία | οι | ναυτίες |
| γενική | της | ναυτίας | των | ναυτιών |
| αιτιατική | τη | ναυτία | τις | ναυτίες |
| κλητική | ναυτία | ναυτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυτία < αρχαία ελληνική ναυτία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ναυτῐᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ναυτίᾱ | αἱ | ναυτίαι | |
| γενική | τῆς | ναυτίᾱς | τῶν | ναυτιῶν | |
| δοτική | τῇ | ναυτίᾳ | ταῖς | ναυτίαις | |
| αιτιατική | τὴν | ναυτίᾱν | τὰς | ναυτίᾱς | |
| κλητική ὦ! | ναυτίᾱ | ναυτίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυτίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ναυτίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
ναυτία, -ας θηλυκό
- (ιατρική) αίσθημα ναυτίας, αναγούλα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 3.5 @scaife.perseus
- ἔτι δʼ ἐν τοῖς ἐμέτοις καὶ ναυτίαις οὐκ ἄδηλον πόθεν τὸ ὑγρὸν φαίνεται πορευὸμενον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 7, 4 @scaife.perseus
- Ἔτι δὲ ναυτίαι καὶ ἔμετοι λαμβάνουσι τὰς πλείστας, καὶ μάλιστα τὰς τοιαύτας, ὅταν αἵ τε καθάρσεις στῶσι καὶ μήπω εἰς τοὺς μαστοὺς τετραμμέναι ὦσιν.
- ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα συμπτώματα ναυτίας και εμετού, που νιώθουν οι έγκυες γυναίκες.
- Ἔτι δὲ ναυτίαι καὶ ἔμετοι λαμβάνουσι τὰς πλείστας, καὶ μάλιστα τὰς τοιαύτας, ὅταν αἵ τε καθάρσεις στῶσι καὶ μήπω εἰς τοὺς μαστοὺς τετραμμέναι ὦσιν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 3.5 @scaife.perseus
- (γενικότερα) αηδία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ναυτιάω και ναύτης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ναυτία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.