ναυαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυαρχία οι ναυαρχίες
      γενική της ναυαρχίας των ναυαρχιών
    αιτιατική τη ναυαρχία τις ναυαρχίες
     κλητική ναυαρχία ναυαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυαρχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυαρχία < ναύαρχος

Ουσιαστικό

ναυαρχία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) το αξίωμα του ναυάρχου
  2. η θητεία ενός αξιωματικού στο αξίωμα του ναυάρχου

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυαρχί αἱ ναυαρχίαι
      γενική τῆς ναυαρχίᾱς τῶν ναυαρχιῶν
      δοτική τῇ ναυαρχί ταῖς ναυαρχίαις
    αιτιατική τὴν ναυαρχίᾱν τὰς ναυαρχίᾱς
     κλητική ! ναυαρχί ναυαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυαρχί
γεν-δοτ τοῖν  ναυαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.