ναυτοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτοσύνη οι ναυτοσύνες
      γενική της ναυτοσύνης των (ναυτοσυνών)
    αιτιατική τη ναυτοσύνη τις ναυτοσύνες
     κλητική ναυτοσύνη ναυτοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυτοσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ναυτοσύνη θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) η ιδιότητα ενός ναύτη να συμπεριφέρεται σύμφωνα με ο,τι θεωρείται σωστό και ασφαλές.
    Η ναυτοσύνη απαιτεί όταν δούμε ένα ακυβέρνητο πλοίο να επικοινωνήσουμε μαζί του για την περίπτωση που χρειάζεται την βοήθειά μας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.