αεροναυμαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροναυμαχία οι αεροναυμαχίες
      γενική της αεροναυμαχίας των αεροναυμαχιών
    αιτιατική την αεροναυμαχία τις αεροναυμαχίες
     κλητική αεροναυμαχία αεροναυμαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροναυμαχία < αήρ + ναυμαχία

Ουσιαστικό

αεροναυμαχία θηλυκό

  • (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) ναυμαχία με εμπλοκή πολεμικών αεροσκαφών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.