ναυαγιαιρεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυαγιαιρεσία οι ναυαγιαιρεσίες
      γενική της ναυαγιαιρεσίας των ναυαγιαιρεσιών
    αιτιατική τη ναυαγιαιρεσία τις ναυαγιαιρεσίες
     κλητική ναυαγιαιρεσία ναυαγιαιρεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυαγιαιρεσία < ναυάγιο + αρχαία ελληνική αἴρω + -σία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /na.va.ʝi.e.reˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυαγιαιρεσία

Ουσιαστικό

ναυαγιαιρεσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.