προσνήωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσνήωση | οι | προσνηώσεις |
| γενική | της | προσνήωσης* | των | προσνηώσεων |
| αιτιατική | την | προσνήωση | τις | προσνηώσεις |
| κλητική | προσνήωση | προσνηώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσνηώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσνήωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσνήωσις < προσ- + νη- (< αρχαία ελληνική ναῦς) + -ωσις
Ουσιαστικό
προσνήωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) το κατέβασμα, η «προσγείωση» αεροσκαφών ή ελικοπτέρων σε πλοίο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προσνήωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.