επίνειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επίνειο | τα | επίνεια |
| γενική | του | επινείου & επίνειου |
των | επινείων |
| αιτιατική | το | επίνειο | τα | επίνεια |
| κλητική | επίνειο | επίνεια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίνειο < αρχαία ελληνική ἐπίνειον < ἐπί + ναῦς
Ουσιαστικό
επίνειο ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ναυς
Μεταφράσεις
επίνειο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.