ναυαρχίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυαρχίδα | οι | ναυαρχίδες |
| γενική | της | ναυαρχίδας | των | ναυαρχίδων |
| αιτιατική | τη | ναυαρχίδα | τις | ναυαρχίδες |
| κλητική | ναυαρχίδα | ναυαρχίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυαρχίδα < ελληνιστική κοινή ναυαρχίς < αρχαία ελληνική ναύαρχος < ναῦς + ἄρχω (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική flagship)
Ουσιαστικό
ναυαρχίδα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το επικεφαλής και ισχυρότερο πλοίο ενός στόλου, αυτό στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος
- (μεταφορικά) το πιο σημαντικό στον τομέα του
Μεταφράσεις
ναυαρχίδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.