αεροναυτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αεροναυτική
      γενική της αεροναυτικής
    αιτιατική την αεροναυτική
     κλητική αεροναυτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροναυτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aéronautique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.na.ftiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεροναυτική

Ουσιαστικό

αεροναυτική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (αεροπορικός όρος) η επιστήμη που μελετά την πτήση των αεροσκαφών
  2. (τεχνολογία) η τεχνολογία της κατασκευής ιπτάμενων συσκευών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αεροναυτική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.