αστροναυτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστροναυτική οι αστροναυτικές
      γενική της αστροναυτικής των αστροναυτικών
    αιτιατική την αστροναυτική τις αστροναυτικές
     κλητική αστροναυτική αστροναυτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστροναυτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική astronautique < αρχαία ελληνική ἄστρον + ναύτης (< ναῦς)

Ουσιαστικό

αστροναυτική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.