πεζοναυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεζοναυτικός | η | πεζοναυτική | το | πεζοναυτικό |
| γενική | του | πεζοναυτικού | της | πεζοναυτικής | του | πεζοναυτικού |
| αιτιατική | τον | πεζοναυτικό | την | πεζοναυτική | το | πεζοναυτικό |
| κλητική | πεζοναυτικέ | πεζοναυτική | πεζοναυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεζοναυτικοί | οι | πεζοναυτικές | τα | πεζοναυτικά |
| γενική | των | πεζοναυτικών | των | πεζοναυτικών | των | πεζοναυτικών |
| αιτιατική | τους | πεζοναυτικούς | τις | πεζοναυτικές | τα | πεζοναυτικά |
| κλητική | πεζοναυτικοί | πεζοναυτικές | πεζοναυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεζοναυτικός < πεζοναύτης + -ικός
Μεταφράσεις
πεζοναυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.