ναυαγοσωστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυαγοσωστικός η ναυαγοσωστική το ναυαγοσωστικό
      γενική του ναυαγοσωστικού της ναυαγοσωστικής του ναυαγοσωστικού
    αιτιατική τον ναυαγοσωστικό τη ναυαγοσωστική το ναυαγοσωστικό
     κλητική ναυαγοσωστικέ ναυαγοσωστική ναυαγοσωστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυαγοσωστικοί οι ναυαγοσωστικές τα ναυαγοσωστικά
      γενική των ναυαγοσωστικών των ναυαγοσωστικών των ναυαγοσωστικών
    αιτιατική τους ναυαγοσωστικούς τις ναυαγοσωστικές τα ναυαγοσωστικά
     κλητική ναυαγοσωστικοί ναυαγοσωστικές ναυαγοσωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ναυαγοσωστικός < ναυαγός + -ο- + σωστικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bateau de sauvetage)

Επίθετο

ναυαγοσωστικός, ή, -ό

  1. που χρησιμεύει για τη διάσωση ναυαγών
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ναυαγοσωστικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.