καταναυμάχηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταναυμάχηση | οι | καταναυμαχήσεις |
| γενική | της | καταναυμάχησης* | των | καταναυμαχήσεων |
| αιτιατική | την | καταναυμάχηση | τις | καταναυμαχήσεις |
| κλητική | καταναυμάχηση | καταναυμαχήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταναυμαχήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταναυμάχηση < καταναυμαχώ + -ση
Ουσιαστικό
καταναυμάχηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταναυμαχώ, η επικράτηση επί αντιπάλου σε ναυμαχία
- η καταναυμάχηση του εχθρικού στόλου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καταναυμάχηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.