ναυαγιαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυαγιαίρεση | οι | ναυαγιαιρέσεις |
| γενική | της | ναυαγιαίρεσης* | των | ναυαγιαιρέσεων |
| αιτιατική | τη | ναυαγιαίρεση | τις | ναυαγιαιρέσεις |
| κλητική | ναυαγιαίρεση | ναυαγιαιρέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ναυαγιαιρέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ναυαγιαίρεση θηλυκό
Μεταφράσεις
ναυαγιαίρεση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.