αστροναυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστροναυτικός η αστροναυτική το αστροναυτικό
      γενική του αστροναυτικού της αστροναυτικής του αστροναυτικού
    αιτιατική τον αστροναυτικό την αστροναυτική το αστροναυτικό
     κλητική αστροναυτικέ αστροναυτική αστροναυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστροναυτικοί οι αστροναυτικές τα αστροναυτικά
      γενική των αστροναυτικών των αστροναυτικών των αστροναυτικών
    αιτιατική τους αστροναυτικούς τις αστροναυτικές τα αστροναυτικά
     κλητική αστροναυτικοί αστροναυτικές αστροναυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστροναυτικός < αστροναύτης + -ικός

Επίθετο

αστροναυτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον αστροναύτη ή την αστροναυτική ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αστροναυτική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.