ναυαγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ναυαγός οι ναυαγοί
      γενική του/της ναυαγού των ναυαγών
    αιτιατική τον/τη ναυαγό τους/τις ναυαγούς
     κλητική ναυαγέ ναυαγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυαγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυαγός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /na.vaˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυαγός

Ουσιαστικό

ναυαγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που βρέθηκε στη θάλασσα ή σε κάποια άγνωστη ξηρά μετά το ναυάγιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε
  2. (μεταφορικά) αυτός που απέτυχε στη ζωή και έχει μείνει μόνος και αβοήθητος
    ναυαγός του έρωτα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ναυαγός τὸ ναυαγόν
      γενική τοῦ/τῆς ναυαγοῦ τοῦ ναυαγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ναυαγ τῷ ναυαγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ναυαγόν τὸ ναυαγόν
     κλητική ! ναυαγέ ναυαγόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ναυαγοί τὰ ναυαγᾰ́
      γενική τῶν ναυαγῶν τῶν ναυαγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ναυαγοῖς τοῖς ναυαγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ναυαγούς τὰ ναυαγᾰ́
     κλητική ! ναυαγοί ναυαγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ναυαγώ τὼ ναυαγώ
      γεν-δοτ τοῖν ναυαγοῖν τοῖν ναυαγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ναυαγός < ναῦς (πλοίο) ναυ- + αγ- (άγνυμι, θραύω) + -ός

Επίθετο

ναυαγός, -ός, -όν []

  1. που ναυάγησε και ξεβράστηκε σε ακτή
  2. θύμα ναυαγίου
    ναυαγός τάφος : η θάλασσα
  3. που προκαλεί ναυάγιο
    ναυαγοί ἄνεμοι

  • ναυηγός (ιωνικός τύπος)

Συγγενικά

  • ναυαγέω
  • ναυαγησμός
  • ναυαγία
  • ναυάγιον
  • συνναυαγέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.