ναυαγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ναυαγός | οι | ναυαγοί |
| γενική | του/της | ναυαγού | των | ναυαγών |
| αιτιατική | τον/τη | ναυαγό | τους/τις | ναυαγούς |
| κλητική | ναυαγέ | ναυαγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυαγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυαγός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.vaˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐α‐γός
Ουσιαστικό
ναυαγός αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που βρέθηκε στη θάλασσα ή σε κάποια άγνωστη ξηρά μετά το ναυάγιο του πλοίου στο οποίο επέβαινε
- (μεταφορικά) αυτός που απέτυχε στη ζωή και έχει μείνει μόνος και αβοήθητος
- ναυαγός του έρωτα
Συγγενικά
Αναφορές
- ναυαγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ναυαγός | τὸ | ναυαγόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ναυαγοῦ | τοῦ | ναυαγοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ναυαγῷ | τῷ | ναυαγῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ναυαγόν | τὸ | ναυαγόν | ||
| κλητική ὦ! | ναυαγέ | ναυαγόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ναυαγοί | τὰ | ναυαγᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ναυαγῶν | τῶν | ναυαγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ναυαγοῖς | τοῖς | ναυαγοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ναυαγούς | τὰ | ναυαγᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ναυαγοί | ναυαγᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυαγώ | τὼ | ναυαγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ναυαγοῖν | τοῖν | ναυαγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ναυαγός < ναῦς (πλοίο) ναυ- + αγ- (άγνυμι, θραύω) + -ός
Επίθετο
ναυαγός, -ός, -όν [ᾱ]
- που ναυάγησε και ξεβράστηκε σε ακτή
- θύμα ναυαγίου
- ναυαγός τάφος : η θάλασσα
- που προκαλεί ναυάγιο
- ναυαγοί ἄνεμοι
- ναυηγός (ιωνικός τύπος )
Συγγενικά
- ναυαγέω
- ναυαγησμός
- ναυαγία
- ναυάγιον
- συνναυαγέω
Πηγές
- ναυαγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυαγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.