ναυπήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ναυπήγηση | οι | ναυπηγήσεις |
| γενική | της | ναυπήγησης* | των | ναυπηγήσεων |
| αιτιατική | τη | ναυπήγηση | τις | ναυπηγήσεις |
| κλητική | ναυπήγηση | ναυπηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ναυπηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυπήγηση < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.