μουνί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουνί τα μουνιά
      γενική του μουνιού των μουνιών
    αιτιατική το μουνί τα μουνιά
     κλητική μουνί μουνιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουνί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουνί(ν)[1] < πιθανόν *μουνίον < *μνίον <

Προφορά

ΔΦΑ : /muˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουνί

Ουσιαστικό

μουνί ουδέτερο

  1. (χυδαίο) το αιδοίο, το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο
  2. (χυδαίο, μεταφορικά) κάθε νεαρή γυναίκα, ιδίως για να δηλωθεί πόσο ελκυστική ή ερωτική θεωρείται, ή για να δηλωθεί υποψήφια ή υπάρχουσα σχέση με άνδρα
    Τί τελικά έγινε χτες στο πάρτυ; Ήρθαν αργότερα μουνιά ή μείνατε μόνο τα μπακούρια;
    Ρε συ, αυτή η φίλη της αδελφής σου είναι πολύ ωραίο μουνί.
    Τάκη, νταραβερίζεσαι με κανένα μουνί τώρα τελευταία;
  3. (μεταφορικά) η ακαταστασία, το μπάχαλο
  4. (μεταφορικά, υβριστικό) άτιμος, πρόστυχος ή κακόβουλος άνθρωπος

Εκφράσεις

  • γίνομαι μουνί
  • εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  • έλα μουνί στον τόπο σου
  • μουνί καπέλο
  • μουνί της λάσπης
  • ξυρισμένο μουνί
  • στο μουνί μου
  • τα κάνω μουνί
  • το μουνί σέρνει καράβι
  • (γαμώ) το μουνί της μάνας σου! γαμώ το μουνί που σε πέταγε!

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μουνί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μουνί ουδέτερο

  • (χυδαίο) άλλη μορφή του μουνίν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.