κακόβουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόβουλος | η | κακόβουλη | το | κακόβουλο |
| γενική | του | κακόβουλου | της | κακόβουλης | του | κακόβουλου |
| αιτιατική | τον | κακόβουλο | την | κακόβουλη | το | κακόβουλο |
| κλητική | κακόβουλε | κακόβουλη | κακόβουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόβουλοι | οι | κακόβουλες | τα | κακόβουλα |
| γενική | των | κακόβουλων | των | κακόβουλων | των | κακόβουλων |
| αιτιατική | τους | κακόβουλους | τις | κακόβουλες | τα | κακόβουλα |
| κλητική | κακόβουλοι | κακόβουλες | κακόβουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόβουλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακόβουλος.[1] Αναλύεται σε κακό- + βουλ(ή) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈko.vu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐βου‐λος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- κακόβουλα (κακοβούλως)
- κακοβουλία
Μεταφράσεις
κακόβουλος
Αναφορές
- κακόβουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κακόβουλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόβουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.