άτιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άτιμος | η | άτιμη | το | άτιμο |
| γενική | του | άτιμου | της | άτιμης | του | άτιμου |
| αιτιατική | τον | άτιμο | την | άτιμη | το | άτιμο |
| κλητική | άτιμε | άτιμη | άτιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άτιμοι | οι | άτιμες | τα | άτιμα |
| γενική | των | άτιμων | των | άτιμων | των | άτιμων |
| αιτιατική | τους | άτιμους | τις | άτιμες | τα | άτιμα |
| κλητική | άτιμοι | άτιμες | άτιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άτιμος < αρχαία ελληνική ἄτιμος < ἀ- + τιμή
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ti.mos/
Επίθετο
άτιμος, -η, -ο
- που δε φέρεται με εντιμότητα, δε δείχνει ή δε φανερώνει εντιμότητα, κι έτσι δεν τον εμπιστεύονται ή δεν τον εκτιμούν
- (μεταφορικά) (οικείο) θετικός χαρακτηρισμός για κάποια καλή συμπεριφορά ή ικανότητα που έχει κάποιος
- (μεταφορικά) (οικείο) αρνητικός χαρακτηρισμός για κάποια κακή συμπεριφορά ή κάτι που μας δυσκολεύει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.