ελκυστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελκυστικός η ελκυστική το ελκυστικό
      γενική του ελκυστικού της ελκυστικής του ελκυστικού
    αιτιατική τον ελκυστικό την ελκυστική το ελκυστικό
     κλητική ελκυστικέ ελκυστική ελκυστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελκυστικοί οι ελκυστικές τα ελκυστικά
      γενική των ελκυστικών των ελκυστικών των ελκυστικών
    αιτιατική τους ελκυστικούς τις ελκυστικές τα ελκυστικά
     κλητική ελκυστικοί ελκυστικές ελκυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελκυστικός < (ελληνιστική κοινή) ἑλκυστικός

Επίθετο

ελκυστικός, -ή, -ό

  1. που έλκει
     συνώνυμα: ελκτικός
  2. (μεταφορικά) που ελκύει, που θέλγει
     συνώνυμα: γοητευτικός, θελκτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.