μουνόψειρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουνόψειρα | οι | μουνόψειρες |
| γενική | της | μουνόψειρας | των | μουνόψειρων |
| αιτιατική | τη | μουνόψειρα | τις | μουνόψειρες |
| κλητική | μουνόψειρα | μουνόψειρες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μουνόψειρα θηλυκό
- είδος ψείρας (συνήθως από συκιά κατά το καλοκαίρι) που στο ανθρώπινο σώμα εγκρίνει ως στέγη μόνο τον βουβωνικό χώρο & κυρίως τα γεννητικά όργανα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.