ξινομούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξινομούνα οι ξινομούνες
      γενική της ξινομούνας
    αιτιατική την ξινομούνα τις ξινομούνες
     κλητική ξινομούνα ξινομούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξινομούνα < ξινό + μουνί

Ουσιαστικό

ξινομούνα θηλυκό

  1. Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
    Πφ! Μην περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε, όλα της φταίνε...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.