μουνοχύσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουνοχύσιμο | τα | μουνοχυσίματα |
| γενική | του | μουνοχυσίματος | των | μουνοχυσιμάτων |
| αιτιατική | το | μουνοχύσιμο | τα | μουνοχυσίματα |
| κλητική | μουνοχύσιμο | μουνοχυσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μουνοχύσιμο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.