χνούδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χνούδι | τα | χνούδια |
| γενική | του | χνουδιού | των | χνουδιών |
| αιτιατική | το | χνούδι | τα | χνούδια |
| κλητική | χνούδι | χνούδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χνούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χνούδι(ν) < (ελληνιστική κοινή) *χνούδιον < αρχαία ελληνική χνόος / χνοῦς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxnu.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χνού‐δκι
Ουσιαστικό
χνούδι ουδέτερο
- μάλλινη ή βαμβακερή τριχούλα στην επιφάνεια υφάσματος
- προεξέχουσες στη επιφάνεια ένδυμάτων (κυρίως πλεκτών) ίνες, που εμφανίζονται εξαιτίας της παλαιότητας, της συχνής χρήσης ή της κακής ποιότητας του ενδύματος
- (ανατομία) λεπτό τρίχωμα που καλύπτει την επιφάνεια του δέρματος ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών
- (ανατομία) λεπτό τρίχωμα που φύεται στο πρόσωπο εφήβων
- λεπτό τρίχωμα που καλύπτει το σώμα νεοσσών
- (βοτανική) λεπτό τρίχωμα που καλύπτει τους καρπούς και τα φύλλα κάποιων φυτών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- χνούδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.