αιδοίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιδοίο τα αιδοία
      γενική του αιδοίου των αιδοίων
    αιτιατική το αιδοίο τα αιδοία
     κλητική αιδοίο αιδοία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιδοίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδοῖον < αἰδοῖος < αἰδώς (αιδώς)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιδοίο

Ουσιαστικό

Αιδοίο.

αιδοίο ουδέτερο (ανατομία)

  1. τα εξωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας
  2. (στον πληθυντικό) το πέος και οι όρχεις

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.