μαλλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαλλί | τα | μαλλιά |
| γενική | του | μαλλιού | των | μαλλιών |
| αιτιατική | το | μαλλί | τα | μαλλιά |
| κλητική | μαλλί | μαλλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαλλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλλίν < μαλλίον, υποκοριστικό τού αρχαία ελληνική μαλλός

πρόβατο με πλούσιο μαλλί

μαλλί κουρεμένων προβάτων

μαύρα κοντά μαλλιά
Ουσιαστικό
μαλλί ουδέτερο
- το πλούσιο τρίχωμα ορισμένων ζώων όπως του προβάτου
- φυσική ίνα από το τρίχωμα προβάτων που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ρούχων
- το σύνολο των τριχών του ανθρώπινου κεφαλιού (ισοδύναμο με τον πληθυντικό τα μαλλιά)
- ↪ αυτό το νέο σαμπουάν σού 'κανε ένα μαλλί ...
- (αργκό) λεφτά
- ↪ Θέλω να το αγοράσω. Πόσο πάει το μαλλί;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.