κλίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλίνη οι κλίνες
      γενική της κλίνης των κλινών
    αιτιατική την κλίνη τις κλίνες
     κλητική κλίνη κλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλίνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλίνη
(ναυπηγικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική berth[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλίνη

Ουσιαστικό

κλίνη θηλυκό

  1. το κρεβάτι
  2. η μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ξενοδοχειακών ή νοσοκομειακών υποδομών
  3. (ναυπηγικός όρος) η κατασκευή σε ναυπηγείο που λειτουργεί ως βάση στερέωσης του πλοίου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.