μουνόπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουνόπανο | τα | μουνόπανα |
| γενική | του | μουνόπανου | των | μουνόπανων |
| αιτιατική | το | μουνόπανο | τα | μουνόπανα |
| κλητική | μουνόπανο | μουνόπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /muˈno.pa.no/
Ουσιαστικό
μουνόπανο ουδέτερο
- (χυδαίο) σερβιέτα
- (μεταφορικά, μειωτικό) υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον που μας έβλαψε
Μεταφράσεις
μουνόπανο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.