μπάχαλο

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «μπάχαλο».
Αναθεώρηση : Υπάρχει πηγή για την ετυμολογία;.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάχαλο τα μπάχαλα
      γενική του μπάχαλου των μπάχαλων
    αιτιατική το μπάχαλο τα μπάχαλα
     κλητική μπάχαλο μπάχαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάχαλο < (ηχομιμητική λέξη) ή από την αραβική λέξη بحل (ar) (bihali) που σημαίνει «διάλυση»

Ουσιαστικό

μπάχαλο ουδέτερο

  1. (αργκό) μπέρδεμα, ακαταστασία
    τα έχει κάνει μπάχαλο : τα έχει μπερδέψει, τα έχει κάνει άνω κάτω
  2. (αργκό, στον πληθυντικό) επεισόδια, συγκρούσεις με τα όργανα της τάξης

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.