μπάχαλο
Αναθεώρηση : Υπάρχει πηγή για την ετυμολογία;. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπάχαλο | τα | μπάχαλα |
| γενική | του | μπάχαλου | των | μπάχαλων |
| αιτιατική | το | μπάχαλο | τα | μπάχαλα |
| κλητική | μπάχαλο | μπάχαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπάχαλο < (ηχομιμητική λέξη) ή από την αραβική λέξη بحل (ar) (bihali) που σημαίνει «διάλυση»
Ουσιαστικό
μπάχαλο ουδέτερο
- (αργκό) μπέρδεμα, ακαταστασία
- τα έχει κάνει μπάχαλο : τα έχει μπερδέψει, τα έχει κάνει άνω κάτω
- (αργκό, στον πληθυντικό) επεισόδια, συγκρούσεις με τα όργανα της τάξης
Συνώνυμα
- ακαταστασία
- ανακατωσούρα
- μπέρδεμα
- σύγχυση
- κομφούζιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.