εὐνή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐνή αἱ εὐναί
      γενική τῆς εὐνῆς τῶν εὐνῶν
      δοτική τῇ εὐν ταῖς εὐναῖς
    αιτιατική τὴν εὐνήν τὰς εὐνᾱ́ς
     κλητική ! εὐνή εὐναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐνᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  εὐναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

εὐνή θηλυκό

  1. η κλίνη, το κρεβάτι
  2. τα στρωσίδια του κρεβατιού
  3. το συζυγικό κρεβάτι
  4. ο τάφος (ως η τελευταία κλίνη)
  5. (ναυτικός όρος) πέτρα που χρησιμοποιείται ως άγκυρα

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • εὐναῖος
  • εὐνάω
  • εὐνατήριον
  • εὖνις
  • εὐνοῦχος
  • ὅμευνος
  • πάρευνος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.