εὐνή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐνή | αἱ | εὐναί |
| γενική | τῆς | εὐνῆς | τῶν | εὐνῶν |
| δοτική | τῇ | εὐνῇ | ταῖς | εὐναῖς |
| αιτιατική | τὴν | εὐνήν | τὰς | εὐνᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | εὐνή | εὐναί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐνᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐναῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εὐνή θηλυκό
Συνώνυμα
Σύνθετα
- εὐναῖος
- εὐνάω
- εὐνατήριον
- εὖνις
- εὐνοῦχος
- ὅμευνος
- πάρευνος
Πηγές
- εὐνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.