μεσοκυττάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσοκυττάριος | η | μεσοκυττάρια | το | μεσοκυττάριο |
| γενική | του | μεσοκυττάριου | της | μεσοκυττάριας | του | μεσοκυττάριου |
| αιτιατική | τον | μεσοκυττάριο | τη | μεσοκυττάρια | το | μεσοκυττάριο |
| κλητική | μεσοκυττάριε | μεσοκυττάρια | μεσοκυττάριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσοκυττάριοι | οι | μεσοκυττάριες | τα | μεσοκυττάρια |
| γενική | των | μεσοκυττάριων | των | μεσοκυττάριων | των | μεσοκυττάριων |
| αιτιατική | τους | μεσοκυττάριους | τις | μεσοκυττάριες | τα | μεσοκυττάρια |
| κλητική | μεσοκυττάριοι | μεσοκυττάριες | μεσοκυττάρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
μεσοκυττάριος
- μεσοκυττάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.