μεσοκυττάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοκυττάριος η μεσοκυττάρια το μεσοκυττάριο
      γενική του μεσοκυττάριου της μεσοκυττάριας του μεσοκυττάριου
    αιτιατική τον μεσοκυττάριο τη μεσοκυττάρια το μεσοκυττάριο
     κλητική μεσοκυττάριε μεσοκυττάρια μεσοκυττάριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοκυττάριοι οι μεσοκυττάριες τα μεσοκυττάρια
      γενική των μεσοκυττάριων των μεσοκυττάριων των μεσοκυττάριων
    αιτιατική τους μεσοκυττάριους τις μεσοκυττάριες τα μεσοκυττάρια
     κλητική μεσοκυττάριοι μεσοκυττάριες μεσοκυττάρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοκυττάριος < μεσο- + κύτταρο + -ιος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intercellulaire[1])

Επίθετο

μεσοκυττάριος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.