κυτταροστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταροστατικός η κυτταροστατική το κυτταροστατικό
      γενική του κυτταροστατικού της κυτταροστατικής του κυτταροστατικού
    αιτιατική τον κυτταροστατικό την κυτταροστατική το κυτταροστατικό
     κλητική κυτταροστατικέ κυτταροστατική κυτταροστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταροστατικοί οι κυτταροστατικές τα κυτταροστατικά
      γενική των κυτταροστατικών των κυτταροστατικών των κυτταροστατικών
    αιτιατική τους κυτταροστατικούς τις κυτταροστατικές τα κυτταροστατικά
     κλητική κυτταροστατικοί κυτταροστατικές κυτταροστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυτταροστατικός < κύτταρο + -ο- + στατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytostatic)

Επίθετο

κυτταροστατικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.