κυτταρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυτταρικός | η | κυτταρική | το | κυτταρικό |
| γενική | του | κυτταρικού | της | κυτταρικής | του | κυτταρικού |
| αιτιατική | τον | κυτταρικό | την | κυτταρική | το | κυτταρικό |
| κλητική | κυτταρικέ | κυτταρική | κυτταρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυτταρικοί | οι | κυτταρικές | τα | κυτταρικά |
| γενική | των | κυτταρικών | των | κυτταρικών | των | κυτταρικών |
| αιτιατική | τους | κυτταρικούς | τις | κυτταρικές | τα | κυτταρικά |
| κλητική | κυτταρικοί | κυτταρικές | κυτταρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ta.riˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τα‐ρι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύτταρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.