κύτταρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
| γενική | τοῦ | κυττάρου | τῶν | κυττάρων |
| δοτική | τῷ | κυττάρῳ | τοῖς | κυττάροις |
| αιτιατική | τὸ | κύτταρον | τὰ | κύτταρᾰ |
| κλητική ὦ! | κύτταρον | κύτταρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυττάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυττάροιν | ||
| Δείτε και τη μορφή αρσενικού κύτταρος. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κύτταρον ουδέτερο
- μορφή ουδέτερου για το αρσενικό κύτταρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.