κυτταρογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρογένεση οι κυτταρογενέσεις
      γενική της κυτταρογένεσης* των κυτταρογενέσεων
    αιτιατική την κυτταρογένεση τις κυτταρογενέσεις
     κλητική κυτταρογένεση κυτταρογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταρογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυτταρογένεση < κύτταρο + -ο- + γένεση ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zytogonie[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ta.ɾoˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυτταρογένεση

Ουσιαστικό

κυτταρογένεση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.