εξωκυτταρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωκυτταρικός η εξωκυτταρική το εξωκυτταρικό
      γενική του εξωκυτταρικού της εξωκυτταρικής του εξωκυτταρικού
    αιτιατική τον εξωκυτταρικό την εξωκυτταρική το εξωκυτταρικό
     κλητική εξωκυτταρικέ εξωκυτταρική εξωκυτταρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωκυτταρικοί οι εξωκυτταρικές τα εξωκυτταρικά
      γενική των εξωκυτταρικών των εξωκυτταρικών των εξωκυτταρικών
    αιτιατική τους εξωκυτταρικούς τις εξωκυτταρικές τα εξωκυτταρικά
     κλητική εξωκυτταρικοί εξωκυτταρικές εξωκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωκυτταρικός < εξω- + κυτταρικός

Επίθετο

εξωκυτταρικός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται ή προέρχεται από το εξωτερικό του κυττάρου

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.