κυψέλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυψέλη οι κυψέλες
      γενική της κυψέλης των κυψελών
    αιτιατική την κυψέλη τις κυψέλες
     κλητική κυψέλη κυψέλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυψέλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυψέλη
μεταφορική σημασία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cellule[1]
Κυψέλη με μέλισσες.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈpse.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυψέλη

Ουσιαστικό

κυψέλη θηλυκό

  1. κατασκευή που χρησιμεύει ως κατοικία ενός σμήνους μελισσών
  2. οι μέλισσες που κατοικούν σε αυτή την κατασκευή
  3. (μεταφορικά) μέρος που χαρακτηρίζεται από εντατική και συντονισμένη εργασία ενός συνόλου ανθρώπων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.