φωτοκύτταρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτοκύτταρο τα φωτοκύτταρα
      γενική του φωτοκύτταρου
& φωτοκυττάρου
των φωτοκύτταρων
& φωτοκυττάρων
    αιτιατική το φωτοκύτταρο τα φωτοκύτταρα
     κλητική φωτοκύτταρο φωτοκύτταρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοκύτταρο < φως + κύτταρο

Ουσιαστικό

φωτοκύτταρο ουδέτερο

  • μηχανισμός που τίθεται σε λειτουργία με την επίδραση του φωτός και ο οποίος παράγει ηλεκτρικό ρεύμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.