πολυκυτταρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκυτταρικός η πολυκυτταρική το πολυκυτταρικό
      γενική του πολυκυτταρικού της πολυκυτταρικής του πολυκυτταρικού
    αιτιατική τον πολυκυτταρικό την πολυκυτταρική το πολυκυτταρικό
     κλητική πολυκυτταρικέ πολυκυτταρική πολυκυτταρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκυτταρικοί οι πολυκυτταρικές τα πολυκυτταρικά
      γενική των πολυκυτταρικών των πολυκυτταρικών των πολυκυτταρικών
    αιτιατική τους πολυκυτταρικούς τις πολυκυτταρικές τα πολυκυτταρικά
     κλητική πολυκυτταρικοί πολυκυτταρικές πολυκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκυτταρικός < πολυκύτταρ(ος) + -ικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.ci.ta.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολυκυτταρικός

Επίθετο

πολυκυτταρικός, -ή, -ό

  • (βιολογία) που έχει τα στοιχεία αυτού που αποτελείται από πολλά κύτταρα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.