μονοκύτταρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοκύτταρος | η | μονοκύτταρη | το | μονοκύτταρο |
| γενική | του | μονοκύτταρου | της | μονοκύτταρης | του | μονοκύτταρου |
| αιτιατική | τον | μονοκύτταρο | τη | μονοκύτταρη | το | μονοκύτταρο |
| κλητική | μονοκύτταρε | μονοκύτταρη | μονοκύτταρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοκύτταροι | οι | μονοκύτταρες | τα | μονοκύτταρα |
| γενική | των | μονοκύτταρων | των | μονοκύτταρων | των | μονοκύτταρων |
| αιτιατική | τους | μονοκύτταρους | τις | μονοκύτταρες | τα | μονοκύτταρα |
| κλητική | μονοκύτταροι | μονοκύτταρες | μονοκύτταρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοκύτταρος
- που αποτελείται από ένα κύτταρο
- ↪ η αμοιβάδα είναι ένας μονοκύτταρος οργανισμός
Μεταφράσεις
μονοκύτταρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.