κυτταρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυτταρίτιδα | οι | κυτταρίτιδες |
| γενική | της | κυτταρίτιδας | των | κυτταρίτιδων |
| αιτιατική | την | κυτταρίτιδα | τις | κυτταρίτιδες |
| κλητική | κυτταρίτιδα | κυτταρίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

εμφάνιση κυτταρίτιδας
Ουσιαστικό
κυτταρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) τοπογραφική τροποποίηση κατά την οποία το δέρμα παίρνει μια όψη «φλούδας πορτοκαλιού»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.