κυτταροβλάστη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταροβλάστη οι κυτταροβλάστες
      γενική της κυτταροβλάστης των κυτταροβλαστών
    αιτιατική την κυτταροβλάστη τις κυτταροβλάστες
     κλητική κυτταροβλάστη κυτταροβλάστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυτταροβλάστη < κύτταρο + -ο- + αρχαία ελληνική βλάστη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytoblast)

Ουσιαστικό

κυτταροβλάστη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.