λευκοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λευκοκύτταρο | τα | λευκοκύτταρα |
| γενική | του | λευκοκυττάρου & λευκοκύτταρου |
των | λευκοκυττάρων |
| αιτιατική | το | λευκοκύτταρο | τα | λευκοκύτταρα |
| κλητική | λευκοκύτταρο | λευκοκύτταρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Εικόνα φυσιολογικά κυκλοφορούντος ανθρώπινου αίματος από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης. Στην φωτογραφία είναι εμφανή τα ακανόνιστου σχήματος λευκοκύτταρα και πολλά μικρά δισκοειδή αιμοπετάλια
Συγγενικά
- λευκοκυτταρικός
- → δείτε τις λέξεις λευκός και κύτταρο
Μεταφράσεις
λευκοκύτταρο
|
- λευκοκύτταρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.