κυτταρογενετική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυτταρογενετική | ||
| γενική | της | κυτταρογενετικής | ||
| αιτιατική | την | κυτταρογενετική | ||
| κλητική | κυτταρογενετική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κυτταρογενετική θηλυκό
- (βιολογία) επιστημονικός κλάδος που μελετά την κληρονομικότητα των κυττάρων και των χρωμοσωμάτων τους
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κυτταρογένεση
Μεταφράσεις
κυτταρογενετική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.