κυτταρολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυτταρολογικός | η | κυτταρολογική | το | κυτταρολογικό |
| γενική | του | κυτταρολογικού | της | κυτταρολογικής | του | κυτταρολογικού |
| αιτιατική | τον | κυτταρολογικό | την | κυτταρολογική | το | κυτταρολογικό |
| κλητική | κυτταρολογικέ | κυτταρολογική | κυτταρολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυτταρολογικοί | οι | κυτταρολογικές | τα | κυτταρολογικά |
| γενική | των | κυτταρολογικών | των | κυτταρολογικών | των | κυτταρολογικών |
| αιτιατική | τους | κυτταρολογικούς | τις | κυτταρολογικές | τα | κυτταρολογικά |
| κλητική | κυτταρολογικοί | κυτταρολογικές | κυτταρολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυτταρολογικός < κυτταρολογ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
κυτταρολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.