ακυτταρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακυτταρικός η ακυτταρική το ακυτταρικό
      γενική του ακυτταρικού της ακυτταρικής του ακυτταρικού
    αιτιατική τον ακυτταρικό την ακυτταρική το ακυτταρικό
     κλητική ακυτταρικέ ακυτταρική ακυτταρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακυτταρικοί οι ακυτταρικές τα ακυτταρικά
      γενική των ακυτταρικών των ακυτταρικών των ακυτταρικών
    αιτιατική τους ακυτταρικούς τις ακυτταρικές τα ακυτταρικά
     κλητική ακυτταρικοί ακυτταρικές ακυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακυτταρικός < α- (στερητικό) + κυτταρικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ci.ta.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακυτταρικός

Επίθετο

ακυτταρικός, -ή, -ό

  • (βιολογία) οποιοσδήποτε έμβιος οργανισμός που το σώμα του δεν αποτελείται από κύτταρα.

Σημειώσεις

  • οι ακυτταρικοί οργανισμοί αποτελούν ειδική κατηγορία με πολύπλοκη δομή, χωρισμένοι σε ειδικά τμήματα και οργανίδια. Συνηθέστερα περιγράφονται ως μονοκύτταροι οργανισμοί που όμως δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.