καρφί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρφί | τα | καρφιά |
| γενική | του | καρφιού | των | καρφιών |
| αιτιατική | το | καρφί | τα | καρφιά |
| κλητική | καρφί | καρφιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
σκουριασμένα καρφιά

καρφί σε αγώνα μπάσκετ
Ετυμολογία
- καρφί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρφίον, καρφίν < ελληνιστική κοινή καρφίον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κάρφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐φί
Ουσιαστικό
καρφί ουδέτερο
- αιχμηρό κομμάτι μετάλλου που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο τμήματα μιας ξύλινης κατασκευής ή για την ανάρτηση αντικειμένων σε τοίχο
- (μεταφορικά)
- υπονοούμενο, μπηχτή
- → δείτε και τη λέξη ταβανόπροκα
- καταδότης
- υπονοούμενο, μπηχτή
- (αθλητισμός, βόλεϊ, κ.ά.) η ευθύγραμμη βολή που εκτελείται με δύναμη από το ύψος του φιλέ
Εκφράσεις
- δε(ν) μου καίγεται καρφί / καρφί δε(ν) μου καίγεται: αδιαφορώ πλήρως
- (τα κάνω) γυαλιά καρφιά
Παράγωγα
- καρφάκι (υποκοριστικό)
- καρφάρα (μεγεθυντικό)
Σύνθετα
- καρφοβελόνα
- καρφοπέταλα
- μοσχοκάρφι
- ξυλοκάρφι
- ξυλόκαρφο
Μεταφράσεις
αιχμηρό κομμάτι μετάλλου
|
καταδότης
Επίρρημα
καρφί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.